- μπουκέ
- και μπουκέτο, τοτο ιδιαίτερο άρωμα κάθε κρασιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouquet].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουκέτο — Εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε τη περίοδο του Μεσοπολέμου. Εκδότης και ιδρυτής του ήταν ο Κωνσταντίνος Θεοδωρόπουλος. Το περιοδικό αυτό ήταν το πρώτο με το σχήμα και τη μορφή των σημερινών περιοδικών ποικίλης ύλης. Γραφόταν στη δημοτική… … Dictionary of Greek